τύρευμα

From LSJ
Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρευμα Medium diacritics: τύρευμα Low diacritics: τύρευμα Capitals: ΤΥΡΕΥΜΑ
Transliteration A: týreuma Transliteration B: tyreuma Transliteration C: tyrevma Beta Code: tu/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,    A that which is curdled, cheese, in pl., E.El.496, Cyc.162,190.    II metaph., intrigue, Com.Adesp.706.

German (Pape)

[Seite 1164] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496.

Greek (Liddell-Scott)

τύρευμα: [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, τυρός, ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα αὐτόθι 190. ΙΙ. μεταφορ., πανουργία, μηχανορραφία, δολοπλοκία, Α. Β. 60, 28.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fromage.
Étymologie: τυρεύω.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α τυρεύω
1. ο τυρός, το τυρί («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», Ευρ.)
2. μτφ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία.

Greek Monotonic

τύρευμα: [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, τυρί, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas.

Russian (Dvoretsky)

τύρευμα: ατος (ῠ) τό сыр Eur.

Middle Liddell

τύ¯ρευμα, ατος, τό,
that which is curdled, cheese, Eur.