χαιρετισμός

From LSJ
Revision as of 10:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαιρετισμός Medium diacritics: χαιρετισμός Low diacritics: χαιρετισμός Capitals: ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chairetismós Transliteration B: chairetismos Transliteration C: chairetismos Beta Code: xairetismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A greeting, visit to a person of rank, Plb.32.15.8; salutation addressed to a god, PMag.Par.1.1046.

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ, Gruß, Besuch, bes. Aufwartung bei einem Vornehmern, die salutatio der Römer, Pol. 32, 15, 8.

Spanish

salutación

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χαιρετίζω
1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική
2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός της σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν βασιλέα χαιρετισμός», Πορφ.
γ. «οἱ λοιποὶ τῶν νέων περὶ τὰς κρίσεις καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς ἐσπούδαζον», Πολ.)
νεοελλ.
1. επίσκεψη σε κάποιον που γιορτάζει και η δεξίωση που δίνει αυτός για να τιμήσει τους επισκέπτες
2. συνεκδ. χαιρετιστήριο δώροστέλνω έναν μικρό χαιρετισμό στον πατέρα για τη γιορτή του»)
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι Χαιρετισμοί- (λειτουργ.) ο Ακάθιστος Ύμνος, που ονομάστηκε έτσι λόγω της εξακολουθητικής επανάληψης της λέξης χαίρε στους στίχους που περιλαμβάνουν οι Οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό αριθμό.

Russian (Dvoretsky)

χαιρετισμός: ὁ обращение с приветствием Polyb., Anth.