ψιλόταπις

From LSJ
Revision as of 10:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλότᾰπις Medium diacritics: ψιλόταπις Low diacritics: ψιλόταπις Capitals: ΨΙΛΟΤΑΠΙΣ
Transliteration A: psilótapis Transliteration B: psilotapis Transliteration C: psilotapis Beta Code: yilo/tapis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,    A a smooth carpet, a carpet without pile, PCair. Zen.48.2 (iii B. C.); opp. ἀμφίταπις, Lycon ap.D.L.5.72, cf. Cephisodor. ap. Ath.12.548e, Clearch.25; written ψιλόδαπις in Paus.Gr. Fr.304; cf. ψιλός 11.1.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ, = ψιλόδαπις.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλότᾰπις: -ιδος, ἡ, λεῖος τάπης οὐχὶ οὖλος· ἀντίθετον τῷ ἀμφίταπις, Λύκων παρὰ Διογένει Λαερτίῳ 5. 72, πρβλ. Ἀθήν. 548Ε, Κλήμ. Ἀλεξ. 216· φέρεται ψιλόδαπις, παρὰ Κλεάρχῳ ἐν Ἀθην. 255Ε· πρβλ. ψιλὸς ΙΙ. 1.

Greek Monolingual

και ψιλοδάπις, -άπιδος, ἡ, Α
κουρεμένος τάπητας, χαλί με κομμένο πέλος, χωρίς χνούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + τάπις / δάπις.

Russian (Dvoretsky)

ψῑλότᾰπις: ῐδος ἡ ковер с односторонним ворсом Diog. L.