ἀνετεροίωτος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ον, A unchangeable, Arist.Mu.392a32; unaltered, Phld. Po.994.3, S.E.M.8.455; undifferentiated, Dam.Pr.68, Procl.in Prm. p.926S.
German (Pape)
[Seite 226] unverändert, unveränderlich, Arist. mund. 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνετεροίωτος: -ον, ἀναλλοίωτος, ἀμετάβλητος, τὸ γλυκὺ οὐκ ἂν γένοιτο πικρόν, ἀπαθὲς καὶ ἀνετεροίωτον ὑποκείμενον Ἀριστ. π. Κοσμ. 2. 9, Σέξτ. ἐμπ. π. Μ. 8. 455.
Spanish (DGE)
-ον
1 no alterado τὸ γλυκὺ ... ἀπαθὲς καὶ ἀ. S.E.M.8.455, cf. Phld.Po.A.3.7
•indiferenciado οὐσία Dam.Pr.68, τὸ ἕν Procl.in Prm.1190.28.
2 inmutable φύσις Arist.Mu.392a32.
Greek Monolingual
ἀνετεροίωτος, -ον (Α)
αμετάβλητος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ετεροιώ «μεταβάλλω»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνετεροίωτος: неизменяющийся, неизменный (ἀ. καὶ ἄτρεπτος Arst.; ἀπαθὴς καὶ ἀ. Sext.).