ἀποξηραίνω
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
English (LSJ)
A dry up, τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον-ξηρῆναι Hdt.2.99:—Pass., to be dried up, of rivers, ἀποξηρανθῆναι Id.1.75; ἀπεξηρασμένου τοῦ . . ῥεέθρου ib.186, cf. 7.109. 2 generally, dry completely, τὰς ναῦς lay them up, Th.7.12:—Pass., ἀπεξηραμμένα κρεᾴδια Alex.124.11, cf. Thphr.HP8.11.3.
German (Pape)
[Seite 317] ab-, austrocknen, τὸ ῥέεθρον ἀποξηρᾶναι Her. 2, 99; τὰς ναῦς ἀποξηρᾶναι Thuc. 7. 12; pass. austrocknen, Plat. Tim. 65 d; ἀποξηρασμένον ῥέεθρον Her. 7, 109. 1, 86; Sp.; von Pflanzen, verdorren, Theophr. Bei Callim. Cer. 114 ist οἶκον ἀπεξήραινον ὀδόντες, leer machen, d. i. Alles aufzehren; ἀπεξηραμμένα Ath. IX, 383 d aus Alex. S. simpl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἐπὶ ποταμῶν, ξηραίνω ἐντελῶς, τὸ μὲν ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρᾱναι Ἡρόδ. 2. 99: ― Παθ., ξηραίνομαι, γίνομαι ἐντελῶς ξηρός, τὸ… ῥέεθρον ἀποξηρανθῆναι ὁ αὐτ. 1. 75· ἀπεξηρασμένου τοῦ ῥεέθρου αὐτόθι 186, πρβλ. 7. 109. 2) καθόλου, ἐντελῶς ξηραίνω, τὰς ναῦς Θουκ. 7. 12: Παθ. τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 11˙ κριθαὶ ἀπεξ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπεξήρανα;
dessécher, mettre à sec (un cours d’eau) ; Pass. être à sec.
Étymologie: ἀπό, ξηραίνω.
Spanish (DGE)
1 tr. en v. act. secar completamente τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον Hdt.2.99
•dejar en seco ἀποξηρᾶναι (τὰς ναῦς) Th.7.12.
2 intr., gener. en v. med.-pas. secarse por completo de un río, Hdt.1.75, 186, cf. 7.109, de carnes, Alex.124.11, de plantas, Thphr.HP 8.11.3, cf. PTeb.773.5 (III a.C.), 1003.12 (II a.C.), PMich.423.10 (II d.C.), 617.13 (II d.C.), PWisc.3.47, 35.9 (II d.C.), de un vestido, Plu.2.696d, tb. en v. act. γῆ κεραμῖτις Hp.Morb.1.17
•muy frec. en medic., del cuerpo o partes de él y de los humores secarse οὐ γὰρ ἀποξηραίνονται αἱ κοιλίαι Hp.Aër.10.9, κοιλίη ... ἀποξηρανθεῖσα vientre estreñido Hp.Morb.1.7, cf. Aër.10, Loc.Hom.13, tb. en v. act., Hp.Mul.2.112.
Greek Monolingual
κ. -ξεραίνω (AM ἀποξηραίνω)
1. ξεραίνω κάτι εντελώς
2. (για λίμνες, έλη κ.λπ.) αποστραγγίζω
μσν.- νεοελλ.
αφήνω κάτι εντελώς ξερό, χωρίς ζωή
αρχ.
αφανίζω.
Greek Monotonic
ἀποξηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ,
1. ξηραίνω εντελώς, αποξηραίνω έναν ποταμό, σε Ηρόδ. — Παθ., ξηραίνομαι, γίνομαι εντελώς ξηρός, λέγεται για ποταμούς, στον ίδ.
2. ξηραίνω, αφυγραίνω εντελώς, τὰς ναῦς, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποξηραίνω: осушать (ῥέεθρον Her.); сушить, высушивать (τὰς ναῦς Thuc.); pass. сохнуть, высыхать Her., Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
1. to dry up a river, Hdt.:—Pass. to be dried up, run dry, of rivers, Hdt.
2. generally to dry completely, τὰς ναῦς Thuc.