ἐκμανής
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ές, A quite mad, πρὸς τὰ ἀφροδίσια Nicias ap.Ath.10.437e; λύτται Ph.1.408. Adv. -νῶς Ath.13.603a.
German (Pape)
[Seite 768] ές, sehr rasend, wüthend; Poll. 5, 74; πρὸς τὰ ἀφροδίσια, ganz rasend auf, Ath. X, 437 e. – Adv., ἐκμανῶς φιλόπαις ἦν Ath. XIII, 603 a; πίνειν X, 464 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμᾰνής: -ές, ἔκδοτος εἴς τι μέχρι μανίας, πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκμανὴς Ἀθήν. 437Ε. - Ἐπίρρ. -νῶς, ὁ αὐτ. 603Α.
Spanish (DGE)
-ές
1 enloquecido, frenético ὁ Διονύσιος ... πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐ. Ath.437e
•de abstr. demencial, furiosamente loco ἔρωτες Ph.2.411, ὀργαί Ph.2.563, λύτται Ph.1.408.
2 adv. -ῶς fuera de sí, como enajenado τινὰς ἐ. ὀρχηστὰς ὁρῶν Ph.2.552, ἐ. ἀκούειν τῆς σύριγγος Opp.H.Par.5.16, οἱ μὴ βλέποντες ἐ. ἀνεβόησαν ref. a fariseos y publicanos, Rom.Mel.20.γʹ.4
•sent. erót. locamente φιλόπαις δ' ἦν ἐ. καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς Ath.603a.
Greek Monolingual
ἐκμανής, -ές (AM)
μανιασμένος για κάτι, με σφοδρή, ασυγκράτητη επιθυμία («πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκμανής»).