ἐκτολυπεύω

From LSJ
Revision as of 17:52, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτολῠπεύω Medium diacritics: ἐκτολυπεύω Low diacritics: εκτολυπεύω Capitals: ΕΚΤΟΛΥΠΕΥΩ
Transliteration A: ektolypeúō Transliteration B: ektolypeuō Transliteration C: ektolypeyo Beta Code: e)ktolupeu/w

English (LSJ)

   A wind off a ball of wool: metaph., bring to an end, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας Hes.Sc.44; οὐδὲν . . καίριον ἐκτολυπεύς ειν A.Ag.1032 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 782] abwickeln, dah. vollenden, ganz zu Ende führen; πόνον Hes. Sc. 44; οὐδὲν καίριον Aesch. Ag. 1003.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτολῠπεύω: τελειώνω τολύπην μαλλίου, μεταφ., ἐκτελῶ, φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσειν Ἡσ. Ἀσπ. 44· οὐδὲν... καίριον ἐκτολυπεύσειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1032.

French (Bailly abrégé)

dévider jusqu’au bout ; accomplir (une épreuve), acc..
Étymologie: ἐκ, τολυπεύω.

Greek Monolingual

ἐκτολυπεύω (Α)
1. ξετυλίγω ένα κουβάρι μαλλιού ώς το τέλος
2. μτφ. εκτελώ, αποτελειώνω, φέρω εις πέρας (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», Ησίοδ. β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». Αισχ.).

Greek Monotonic

ἐκτολῠπεύω: μέλ. -σω, ξετυλίγω κουβάρι μαλλιού· μεταφ., φέρνω εις πέρας εντελώς, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ησίοδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτολῠπεύω: досл. разматывать до конца, перен. совершать, доводить до конца (χαλεπὸν πόνον Hes.): οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεῦσαι Aesch. не придумать ничего путного.

Middle Liddell

fut. σω
to wind a ball of wool quite off: metaph. to bring quite to an end, Hes., Aesch.