ἰγνύα

From LSJ
Revision as of 23:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰγνύα Medium diacritics: ἰγνύα Low diacritics: ιγνύα Capitals: ΙΓΝΥΑ
Transliteration A: ignýa Transliteration B: ignya Transliteration C: ignya Beta Code: i)gnu/a

English (LSJ)

Ion. ἰγνύη, ἡ,    A the part behind the thigh and knee, ham, κατ' ἰγνύην βεβλημένος Il.13.212; παρ' ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον Theoc.25.242, cf. 26.17, AP12.176 (Strat.), APl.4.253: also in Prose, Hp.Fract.13, Ruf.Onom.121; τὸ μόριον τὸ τῆς ἅλσεως κύριον (καλεῖται δὲ τοῦτο ἰγνύα) Arist.HA515b8: acc. sg. ἰγνύαν Phld.Acad.Ind.p.50 M.; περὶ τὴν ἰγνύαν Plu.Art.11: dat. pl. ἰγνύαις LXX 3 Ki.18.21, Luc.VH1.23. —From a nom. ἰγνύς, ύος, ἡ, we find dat. pl. ἰγνύσι h.Merc.152, v.l. in Luc. l.c.: acc. ἰγνύν Arist.HA494a8 (v.l. -ύην), Agatharch.53; dat. ἰγνύι Gal.10.902: gen. pl. ἰγνύων Arist.HA512b22, Herod.1.14: acc. pl. ἰγνύας is indeterminate, Plu.Galb.26. [ῡ in ἰγνύη, v. ll.cc.; but ῠ in ἰγνύων, ἰγνύσι.]

German (Pape)

[Seite 1235] u. ἰγνύη, ἡ, Kniekehle, Il. 13, 212 u. Sp., wie Strat. 18 (XII, 176) Ep. ad. 269 (Plan. 253); ἰγνυῶν ὑφαίρεσις, das Beinstellen beim Ringen durch einen Stoß in die Kniekehle, vgl. Il. 23, 726. – Auch in Prosa, Arist. H. A. 1, 14 u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰγνύᾱ: Ἰων. ἰγνύη ῠ, ἡ, τὸ τοῦ γόνατος ὄπισθεν μέρος, ὁ ὑπὸ τὸ γόνυ τόπος, Λατ. poples, κατ’ ἰγνύην βεβλημένος «ἰγνύην, ἀγκύλην. ἢ τὸ ὄπισθεν τοῦ γόνατος» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 212˙ παρ’ ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον Θεόκρ. 25. 242, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 176, Πλαν. 4. 253˙ ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761˙ τὸ μόριον τὸ τῆς ἅλσεως κύριον (καλεῖται δὲ τοῦτο ἰγνύα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4˙ περὶ τὴν ἰγνύαν Πλουτ. Ἀρτοξ. 11. - Ἐξ ὀνομ. ἰγνύς, ύος, ἡ, εὑρίσκομεν δοτ. πληθ. ἰγνύσι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152˙ αἰτ. ἰγνὺν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5 (διάφ. γρ. -ύην), ἀλλ’ ἰγνύαν Θεόκρ. 26. 17˙ γεν. πληθ. ἰγνύων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1˙ αἰτ. ἰγνύας (ὅπερ δύναται νὰ ἀνήκῃ εἰς ἑκάτερον τύπον), αὐτόθι 3. 4 13. ῡ ἐν ἰγνύη, ἴδε τὰ ἀνωτέρω χωρία˙ ἀλλὰ ῠ ἐν ἰγνύσι καὶ ἰγνύα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jarret, pli du genou.
Étymologie: cf. γόνυ.

Greek Monolingual

η (Α ἰγνύα, ιων. τ. ἰγνύη)
κοιλότητα στο πίσω μέρος της επιφάνειας του γόνατος («κατ' ἰγνύην βεβλημένος», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν- (με ι- αντί ε- προ ερρίνου) + γνυη που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα γνυ του γόνυ].

Greek Monotonic

ἰγνύα: Ιων. ἰγνύη, ἡ = το επόμ., μέρος πίσω από τον μηρό και το γόνατο, κνήμη, Λατ. poples, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἰγνύα: эп.-ион. ἰγνύη (ῡ) ἡ подколенная впадина Arst., Theocr.: κατ᾽ ἰγνύην βεβλημένος Hom. и τὴν ἰγνύαν πληγείς Plut. раненый под колено.

Middle Liddell

= ἰγνύς
the part behind the thigh and knee, the ham, Lat. poples, Il., Theocr.