ἰσόμετρος
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
ον,= ἰσομέτρητος, Ephipp.14.9, Palaeph.30; λίθοι, prob. in IG22.463.46; A σφηνίσκος Sever. ap. Aët.7.92: c. dat., ἰ. τῇ προτέρᾳ δοῦναι προῖκα Just.Nov.97.5; of equal perimeter, περὶ ἰ. σχημάτων, title of work by Zenodorus; in the same latitude, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.149: Subst., ἰσόμετρον, τό, life-size statue, τινος BCH 48.484 (Delos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1265] gleich an Maaß, Ephipp. bei Ath. XI. 509 e u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόμετρος: -ον, = ἰσομέτρητος, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, 9. - Ἐπίρρ. ἰσομέτρως, ἐν ἴσῳ μέτρῳ, Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 637Α, Διδ. Ἀλ. 307Α, 393D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἰσομέτρητος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόμετρος, -ον)
1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο
2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός
μσν.
αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις
(μσν.- αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με κάποιον άλλο
2. ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — τίτλος έργου του Ζηνοδώρου
3. αστρον. αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμετρον
πάπ. άγαλμα που έχει φυσικές διαστάσεις.
επίρρ...
ισομέτρως και ισόμετρα (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)
σε ίσο μέτρο
μσν.
συμμετρικά
αρχ.
1. σε ίσο βαθμό
2. με ισότητα, χωρίς υποταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. κακό-μετρος, μονό-μετρος].