ὁρκάνη
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A = ἑρκάνη, ἕρκος, enclosure, fence, ὁ. πυργῶτις A.Th.346 (lyr.) ; prison, E.Ba.611 (troch., pl.), cf. Sch.Theoc.4.61, EM632.25.
German (Pape)
[Seite 378] ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος, Umhägung, Umzäunung; ὁρκάνα πυργῶτις, Aesch. Spt. 328; εἰς σκοτεινὰς ὁρκάνας πεσούμενος, Eur. Bacch. 611.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκάνη: ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος (ἐκ τοῦ ἔργω, εἴργω) ἀκανθῶδες περίφραγμα, φραγμὸς καὶ αἱμασιά, ὁρκ. πυργῶτις Αἰσχύλ. Θήβ. 346˙ θηρευτικὸν δίκτυον ἢ σαργάνη, Εὐρ. Βάκχ. 611, ἐν τῷ πληθ. Πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 61, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁρκάνη˙ εἱρκτή, δεσμωτήριον. ἔνιοι κρεμάστραν. ἄλλοι σαργάνην. οἱ δὲ φραγμόν».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
enceinte, clôture, prison.
Étymologie: cf. ἕρκος.
Greek Monolingual
ὁρκάνη, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ακανθώδες περίφραγμα, φράχτης
2. θηρευτικό δίχτυ
3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο, φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὁρκ- του θ. ἑρκ- της λ. ἕρκος «φραγμός» (βλ. λ. έρκος)].
Greek Monotonic
ὁρκάνη: ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος (από ἔργω, εἴργω), περίφραγμα, περιτείχισμα, σε Αισχύλ.· δίχτυ, παγίδα ή καλυμμένη λακούβα που χρησιμεύει ως παγίδα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκάνη: дор. ὁρκάνα (κᾰ) ἡ
1) ограда, засада, ловушка (ὁ. πυργῶτις Aesch.);
2) темница (σκοτειναὶ ὁρκάναι Eur.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἕρκος
Middle Liddell
ὁρκάνη, ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος [from ἔργω, εἴργω
an enclosure, fence, Aesch.: a net, trap, or pitfall, Eur.