κύρτη

From LSJ
Revision as of 16:27, 25 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτη Medium diacritics: κύρτη Low diacritics: κύρτη Capitals: ΚΥΡΤΗ
Transliteration A: kýrtē Transliteration B: kyrtē Transliteration C: kyrti Beta Code: ku/rth

English (LSJ)

ἡ,    A = κύρτος, weel, lobster pot, lobster trap, Hdt.1.191, D.S.3.19; used as a sieve or riddle, σχοινίδι κ. Nic.Al.625.    2 bird cage, Archil.177.

German (Pape)

[Seite 1537] ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Fischerreuse, Nic. Al. 546, D. Sic. 3, 19; so Her. 1, 191, wo man es auch allgemein = Käfig erklärt; vgl. Poll. 10, 160 u. κύρτος.

Greek (Liddell-Scott)

κύρτη: ἡ, ὡς τὸ κύρτος, ὁ, πλέγμα πρὸς ἄγραν ἰχθύων, εἶδος καλάθου ἁλιευτικοῦ μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: fém. de κύρτος.

Greek Monolingual

η (Α κύρτη) κύρτος
ψαροκάλαθο, αλιευτικό καλάθι με στενό λαιμό και με δολώματα, στο οποίο όταν μπουν τα ψάρια δεν μπορούν να βγουν
αρχ.
1. είδος κοσκίνου
2. κλουβί πτηνού.

Greek Monotonic

κύρτη: ἡ, καλάθι ψαρέματος, Λατ. nassa, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κύρτη: ἡ верша Her., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρτη -ης, ἡ fuik.

Middle Liddell

κύρτη, ἡ,
1. a fishing-basket, Lat. nassa, Hdt.; κυρτός, ὁ, =κυρτευτής, Plat.
2. a bird-cage, Lat. cavea, Anth. [from κυρτός