σκυταλίς

From LSJ
Revision as of 15:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλίς Medium diacritics: σκυταλίς Low diacritics: σκυταλίς Capitals: ΣΚΥΤΑΛΙΣ
Transliteration A: skytalís Transliteration B: skytalis Transliteration C: skytalis Beta Code: skutali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of σκυτάλη,    A stick, Hdt.4.60.    2 = σκυτάλιον 1.3, esp. as used by fishermen for drawing the net to land, Ael.NA12.43.    3 = σκυτάλη 1.2, J.AJ3.6.3.    4 = σκυτάλη 1.1, Aen.Tact.22.27, D.S. 8.27, etc.    5 = σκυτάλη 1.5, ἐλέφαντος, κασσιτέρου, Inscr.Délos 443 Bb94,95 (ii B.C.).    6 engine for hurling fire, Suid.    7 finger-bone (cf. σκυτάλη v), J.AJ3.7.6, Poll.2.144, Sor.Fract.22, Gal.2.250; of the neck, σ. τοῦ αὐχένος dub.in Id.19.139.    8 = σκυτάλη 1.4, ticket, Polyaen.1.17.    9 = σκυτάλη 1.7, handspike, Hero Bel.86.11.    II = σκυτάλη ΙΙ, Gp.4.3.11: hence, withy, willow wand, Str.17.1.50.    2 Dim. of σκυτάλη 111, διὰ -ίδων ἐβενίνων λείων ἐξομαλίζονται τὰ σώματα Id.15.1.54, cf. 55.    III small crab, of the καρίς kind, Hsch.    2 a kind of caterpillar, EM 720.45.

German (Pape)

[Seite 908] ίδος, ἡ, wie σκυτάλη; – 1) mit dimin. Bdtg, ein kleiner Stock, Stab, Knittel, Her. 4, 60. – 2) Walze, Winde, Arist. mechan. 11. Bes. ein Werkzeug der Fischer, die Netze zu winden, Ael. H. A. 12, 43, das lat. scutulae. – 3) das Fingerglied, Heliod. – 4) ein kleiner Seekrebs, von der Gattung καρίς, VLL., u. bei denselben auch eine Art Raupen.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ σκυτάλη, ῥαβδίον, Ἡρόδ. 4. 60. 2) = σκυτάλιον Ι. 3, μάλιστα ὡς χρήσιμον εἰς ἁλιεῖς ὅπως ἕλκωσι τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηρὰν (Λατ. scutula), Αἰλ. π. Ζ. 12. 43. 3) = σκυτάλη Ι. 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3. 4) = σκυτάλη Ι. 1, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 12, Αἰν. Τακτ. 22 ἐν τέλ., κτλ. 5) μηχανὴ δι’ ἧς ἐρρίπτετο πῦρ, Σουΐδ. 6) φάλαγξκόνδυλος δακτύλου, ὡς τὸ σκυτάλη V, Πολυδ. Β΄, 144, Γαλην. ΙΙ. = σκυτάλη ΙΙ, Γεωπ. 4. 3, 11· ἐντεῦθεν, ῥαβδίον εὔκαμπτον ἐξ ἰτέας, Στράβ. 818. ΙΙΙ. μικρὸς καρκίνος ἐκ τοῦ εἴδους τῆς καρίδος, Ἡσύχ. 2) εἶδος κάμπης, Ἐτυμολ. Μέγ. 720. 45.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petit bâton, petite baguette, particul. engin de pêcheur pour enrouler le filet et le fixer à terre.
Étymologie: σκυτάλη.

Greek Monotonic

σκῠτᾰλίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σκυτάλη, ραβδί, μικρό ρόπαλο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σκῠτᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) палка, прут Her.;
2) небольшая скитала Diod. (см. σκυτάλη 5).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκῡταλίς -ίδος, ἡ [σκυτάλη] stokje.

Middle Liddell

σκῠτᾰλίς, ίδος, ἡ, [Dim. of σκυτάλη
a stick, Hdt.