τεῦξις

From LSJ
Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεῦξις Medium diacritics: τεῦξις Low diacritics: τεύξις Capitals: ΤΕΥΞΙΣ
Transliteration A: teûxis Transliteration B: teuxis Transliteration C: teyksis Beta Code: teu=cis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A making, Hsch.    II (τυγχάνω) attainment, acquisition, opp. ἔφεσις, Plu.2.1071e, cf. Arr.Epict.2.5.8, S.E.M.11.82, Plot.1.5.2, 6.8.5.    2 = ἔντευξις 1, AP15.25.23 (Besant.).

German (Pape)

[Seite 1101] εως, ἡ, wie τύξις, 1) Verfertigung, Hesych. – 2) das Erreichen, Erlangen, Sp., wie Arr. Epict. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τεῦξις: -εως, ἡ, «κατασκευή, ποίησις» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον ἐφέρετο τύξις). ΙΙ. (τυγχάνω) ἐπιτυχία, ἀπόκτησις, ἀντίθετον τῷ ἔφεσις, Πλούτ. 2. 1071E. 2) = ἔντευξις, Ἀνθ. Π. 15. 25, 23.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acquisition.
Étymologie: τυγχάνω.

Greek Monolingual

(I)
-εως, ἡ, Α τεύχω
(κατά τον Ησύχ.) «κατασκευή, ποίησις».
(II)
-εως, ἡ, Α
1. επιτυχία, απόκτηση
2. τυχαία συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τευχ- της ρίζας του ρ. τυγχάνω].

Greek Monotonic

τεῦξις: -εως, ἡ, επίτευγμα· επίσης = ἔντευξις, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τεῦξις: εως ἡ
1) приобретение Plut.;
2) соединение, встреча: ἴθι ἐς ἐμὴν τεῦξιν Anth. прийди ко мне.

Middle Liddell

τεῦξις, εως,
attainment: also = ἔντευξις, Anth.