βούλλα
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ἡ, A tin, PHolm.2.4, PLeid.X.6.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Grafía: en edd. frec. acent. βοῦλλ-
1 estaño, PHolm.7, PLeid.X.6, Hippiatr.Paris.1026.
2 figura, sello ἀπάνω τοῦ (χαρτός) γράφεται ἡ β. Cat.Cod.Astr.10.85, cf. SB 9749.5 (VII d.C.), 7240.22 (VII/VIII d.C.), PLond.1363.10 (VIII d.C.).
Greek Monolingual
η (Μ βούλλα)
1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα
2. το αποτύπωμα της σφραγίδας
3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική βούλλα»)
4. ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτια
νεοελλ.
1. κηλίδα, στίγμα ηθικό
2. διορισμός ή γραπτή άδεια με τη σφραγίδα αυτού που τα έχει εκδώσει
3. φρ. α) «κάνε βούλλα» — μην το ξεχάσεις
β) «καρπούζι...» ή «πεπόνι με τη βούλλα» — εκείνο από το οποίο έχει κοπεί τριγωνικό κομμάτι για δοκιμή
μσν.
1. σφαιρικό ή ομφαλωτό κόσμημα των Ρωμαίων
2. σφραγισμένο δισκίο από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από επίσημα έγγραφα·
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bulla (-ae) «φυσαλλίδα
ομφαλωτό κόσμημα θυρών και ζωνών»].