άση
Greek Monolingual
ἄση, η (Α)
1. η αηδία, η ναυτία
2. η αγωνία, η απελπισία
3. ο πόθος
4. η λάσπη του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον τρόπο σχηματισμού του. Κατά μία άποψη, άση πιθ. < άδσ-α, ο οποίος προέκυψε με σιγματική παρέκταση του θέματος του ομηρικού άδος «κορεσμός, χορτασμός» (πρβλ. άδην), ενώ κατ' άλλους < α- + (επίθημα) σα, όπου το α- αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα του IE. s∂-(με ψίλωση). Τέλος, η προέλευση της λ. άση < ρίζα as- «παχαίνω, πλουτίζω» (πρβλ. χεττιτ. ιερογλυφ. hasas «χορτασμός») δεν είναι ικανοποιητική, η δε ταύτιση του λατ. satiare με το ρ. ασάομαι (-ώμαι), του οποίου η άση κατά μία άποψη είναι μεταρρηματικό παράγωγο, δεν ευσταθεί, γιατί προϋποθέτει μια παρέκταση σε -t, η οποία όμως δεν υπάρχει στους ελληνικούς τύπους. Η λ. άση απαντά στη λεσβιακή ποίηση (Αλκαίος, Σαπφώ) και στον Ηρόδοτο με τη σημασία «δυσαρέσκεια, μεγάλος πόνος, απελπισία», ενώ στον Ιπποκράτη χρησιμοποιείται για να δηλώσει «την ανορεξία, την αηδία».
ΠΑΡ. αρχ. ασηρής και ασηρός ασώ (-άω), ασώδης (Ι)].