ίσκω

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

(I)
ἴσκω (Α)
επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. του εἶμι) πορεύομαι.
(II)
ἴσκω (Α)
1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ' ἀλόχοισιν» — εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.)
2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον, εκλαμβάνω, παρομοιάζω («ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες» — νομίζοντάς με όμοιό σου, παίρνοντάς με αντί για σένα, Ομ. Ιλ.)
3. προσποιούμαιἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῑα», Ομ. Οδ.)
4. υποθέτω, φαντάζομαι («οἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ», Ομ. Οδ.)
5. λέγω, ομιλώ («ἴσκον τοιάδε πολλά», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ενεστ. με μεταβιβαστική σημ. (< Fίκσκω), που συνδέεται με το ἔοικα και του οποίου μαρτυρείται προστακτ. ἴσκε και μτχ. ἴσκοντες, ἴσκουσα. Στον Όμηρο και στη Σαπφώ απαντά τ. ἐΐσκω < -Fίκ-σκω, ενώ όπου, λόγω μέτρου, δεν είναι αποδεκτό το αρχικό F, υπετέθη -Fίσκω].