αινός

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

αἰνός, -ή, -ὸν (ποιητική λέξη Α)
1. (για πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις ή πράξεις) φοβερός, τρομερός, τρομακτικός, σκληρός, τεράστιος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ αἰνά, φοβερά
3. επίρρ. αἰνῶς α) τρομερά
β) περίεργα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Μολονότι φαίνεται πιθανή στη λ. η μορφολογική επίδραση του συνωνύμου δει-νός, δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια η προέλευση της λ. Σημασιολογικά φαίνεται να συνδέεται με το αρχ. ινδ. enas- «έγκλημα», ακόμη και με το λατ. saevus «άγριος», παρ’ όλες τις μορφολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η συσχέτιση με τον λατ. τύπο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως α΄ συνθ. (αἰνο-) σε πολλά σύνθετα της αρχαίας, για να δηλώσει τον «φοβερό, τρομερό» ή απλή επίταση της σημασίας του συνθέτου.
ΠΑΡ. αρχ. αἰνόθεν, αἰνότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰναρέτης, αἰνόγαμος, αἰνογένειος, αἰνόδρυπτος, αἰνολαμπής, αἰνόλεκτρος, αἰνολέων, αἰνόμορος, αἰνοπαθής, αἰνόπαρις, αἰνοτάλας
μσν.
αἰνοσοφιστής, αἰνοτόκεια.