αιωρώ

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή)
Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω
ΙΙ. μέσ.
1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι
2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι
3. (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, ακινητώ στον αέρα, «ζυγίζομαι»
νεοελλ.
«κάνω κούνια», «κουνιέμαι»
αρχ.
Ι. ενεργ. 1, ταλαντεύω, κουνώ, σείω σαν σε αιώρα
2. κρεμώ, εξαρτώ
3. αναπτερώνω το ηθικό κάποιου
ΙΙ. μέσ.
1. δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα
2. εξαρτώμαι, κρέμομαι
3. είμαι μετέωρος, αμφιταλαντεύομαι, βρίσκομαι σε αβεβαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fαι-Fωρ-έω, με εκτεταμένη βαθμίδα Fωρ- του θέματος Fερ- (α-Fερ- > ἀείρω, βλ. λ.) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (Fαι-).
ΠΑΡ. αιώρα, αιώρημα, αιώρηση.
ΣΥΝΘ. αρχ. συναιωροῦμαι, υπεραιωρῶ].