αλέομαι
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α)
1. απομακρύνω, αποφεύγω
2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχικό τ. ἀλεF-ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. του Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι παρά το ἀλέασθαι, καθώς και τον ενεστωτικό του ρήματος ἀλεύω «απωθώ, κυνηγώ»), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F-. Το ρήμα συνήθως θεωρείται ότι προέρχεται από παρεκτεταμένη (με -eF-) μορφή της ρίζας ἀλ- με την οποία συνδέονται επίσης το συνώνυμο ρήμα ἀλύσκω, καθώς και οι ρηματικοί τ. ἀλύω «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος, βρίσκομαι σε αμηχανία, περιπλανιέμαι» και ἀλῶμαι -άομαι «περιπλανιέμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλέα Ι, ἀλεωρή.