ἔλκος
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
German (Pape)
[Seite 799] τό, die Wunde; ἕλκος δ' ἰητὴρ ἐπιμάσσεται Il. 4, 190; ἕλκος ὕδρου, die von der Schlange herrührende Wunde, 2, 723; Folgde; ὑποκάρδιον, Wunde im Herzen, Theocr. 11, 15. Bei den Aerzten später bes. eiternde Wunde, Geschwür. Auch Einschnitt in einen Baum, Plut. amat. 24. – Übertr., Schaden, Unheil, πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τυχεῖν Aesch. Ag. 626; vgl. Solon eleg. 17 bei Dem. 29, 255; τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; Soph. Ant. 648.
Greek Monolingual
το (AM ἕλκος)
πληγή, απώλεια ουσίας του δέρματος ή του βλεννογόνου που συνοδεύεται από αντίδραση του συνδετικού ιστού
μσν.- νεοελλ.
πύον
νεοελλ.
φρ.
1. «άτονο έλκος» — δυσίατο έλκος τών κάτω άκρων συνήθως, που προκαλείται από διαταραχές κυκλοφοριακής ή νευρικής αιτιολογίας
2. «έλκος γαστροδωδεκαδακτυλικό» — έλκος του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου
3. «έλκος εκ κατακλίσεως» — πληγή σε σημεία επαφής του σώματος με το επίπεδο στήριξης σε τραυματίες και ασθενείς με παρατεταμένη κατάκλιση
4. «συφιλικό έλκος» ή «σκληρό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη
5. «μαλακό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που αναπτύσσεται συνήθως στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων
αρχ.
1. πληγή, τραύμα
2. πλήγμα, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έλκος συνδέεται με λατ. ulcus «πηγή, έλκος» και με αρχ. ινδ. arśas «αιμορροΐδες», ενώ η δασύτητα της λέξεως οφείλεται πιθανόν σε παρετυμολογική επίδραση του ρήματος έλκω.
ΠΑΡ. αρχ. ελκαίνω, ελκήεις, ελκούμαι, ελκύδριον, ελκώδης].