εὐδοξία

From LSJ
Revision as of 02:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδοξία Medium diacritics: εὐδοξία Low diacritics: ευδοξία Capitals: ΕΥΔΟΞΙΑ
Transliteration A: eudoxía Transliteration B: eudoxia Transliteration C: evdoksia Beta Code: eu)doci/a

English (LSJ)

ἡ, A good repute, honour, Simon.4.6, Pi.P.5.8, E.Tr.643, Isoc.11.29, etc., cf. Arist.Rh.1361a25; virtue, excellence, Pi.N.3.40: in pl., D. 18.322. 2 approval, μετ' εὐδοξίας πλήθους ἀριστοκρατία Pl.Mx. 238d. II good judgement, opp. ἐπιστήμη, Id.Men.99b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδοξία: ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, δόξα, Σιμωνίδης 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ κρίσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμη, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonne réputation, célébrité, gloire;
2 bonne opinion, opinion favorable, confiance.
Étymologie: εὔδοξος.

English (Slater)

εὐδοξία
   1 glory σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)

Greek Monolingual

η (Α εὐδοξία) εύδοξος
1. καλή φήμη, δόξα, υπόληψη («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», Ευρ.)
2. αρετή, υπεροχή («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», Δημοσθ.)
3. επιδοκιμασία, αποδοχή
4. ορθή γνώμη, κρίση.

Greek Monotonic

εὐδοξία: ἡ,
1. καλή φήμη, δόξα, τιμή, μεγαλείο, σε Σιμων., σε Δημ.
2. επιδοκιμασία, τοῦ πλήθους, σε Πλάτ.
II. καλή κρίση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐδοξία:
1) доброе имя, слава, почет, уважение Pind., Arst., Isocr., pl. Dem.;
2) высокие качества, доблесть Pind.;
3) одобрение, похвала (τοῦ πλήθους Plat.);
4) филос. правильное суждение, здравый смысл (εὐδοξίᾳ τὰς πόλεις ὀρθοῦν Plat.).

Middle Liddell

εὐδοξία, ἡ,
I. good repute, credit, honour, glory, Simon., Dem.
2. approval, τοῦ πλήθους Plat.
II. good judgment, Plat. [from εὔδοξος

English (Woodhouse)

celebrity, distinction, fame, high rank, honor, honour, nobility, renown, reputation, good name, high degree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)