θηλυτόκος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
(parox.), ον, A bearing females, Arist.GA723a27, Pol.1335a13, Theoc. 25.125.
German (Pape)
[Seite 1208] weibliche Kinder od. Junge gebärend; Arist. gen. an. 1, 18; Theocr. 25, 125; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυτόκος: -ον, ὁ γεννῶν θήλεα, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 18, 27, Θεόκρ. 25. 125. 2) θήλεος γένους (Schneid. θηλύτοκα), Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procrée des enfants ou des petits de sexe féminin.
Étymologie: θῆλυς, τίκτω.
Greek Monolingual
θηλυτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά μόνο θηλυκά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ά-τοκος, επί-τοκος].
Greek Monotonic
θηλυτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά κορίτσια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
θηλῠτόκος: производящий на свет потомство женского пола (sc. ζῷα Arst.; βόες Theocr.).