καταδαπανάω

From LSJ
Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰπᾰνάω Medium diacritics: καταδαπανάω Low diacritics: καταδαπανάω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΠΑΝΑΩ
Transliteration A: katadapanáō Transliteration B: katadapanaō Transliteration C: katadapanao Beta Code: katadapana/w

English (LSJ)

A squander, τὴν οὐσίαν Arist.Pol.1316b23; τὸ στρωμάτων βάρος κ. εἰς τἀπιτήδεια X.Cyr.6.2.30:—Pass., [τὰ Χρήματα] κατεδεδαπάνητό σφι Hdt.5.34:—Med., to be prodigal, Pyrrho ap.Ath. 10.419e. II consume, of an army, X.An.2.2.11; τὸν Ὅμηρον λιμὸς κατεδαπάνησεν Sotad.15.16:—Pass., καταδαπανᾶσθαι ἐν τῇ κακίᾳ LXXWi.5.13; κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα Eun.Hist. p.269D. 2 absorb, do away with, Aët.7.91.

German (Pape)

[Seite 1345] verbrauchen, verzehren, verwenden; ταῦτα τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Her. 5, 34; Xen. Cyr. 6, 2, 30 u. Sp.; λιμός τινα Sotad. bei Stob. fl. 98, 9. – Med. bei Ath. X, 419 e, großen Aufwand machen.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰδᾰπανάω: σπαταλῶ, ἀσωτεύω, τὴν οὐσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 18· καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾶτε, δηλ. ἀντὶ νὰ φέρητε μεθ’ ἑαυτῶν πολλὰ στρώματα, νὰ φέρητε πολλὰς τροφάς, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30·- Παθ., τὰ χρήματα κατεδαπάνητό σφι Ἡρόδ. 5. 34.·- Μέσ., εἶμαι ἄσωτος, Πύρρων παρ’ Ἀθην. 419Ε. ΙΙ. καταναλίσκω, ἔνθα δ’ εἴ τι ἦν διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν, ἐπὶ τροφῶν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· λιμὸς κ. τινα Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 528. 21:- Παθ., καταδαπανᾶσθαι κακίᾳ, αἰκισμοῖς, κτλ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ε΄, 14), Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépenser largement, consumer, épuiser.
Étymologie: κατά, δαπανάω.

Greek Monotonic

καταδᾰπᾰνάω: μέλ. -ήσω,
I. σπαταλώ, διασπαθίζω, ασωτεύω, σε Ξεν. — Παθ., (τὰ χρήματα) καταδεδαπάνητό σφι, σε Ηρόδ.
II. καταστρέφομαι, φθείρομαι ολοκληρωτικά, λέγεται για στρατό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταδᾰπᾰνάω:
1) полностью тратить, до конца расходовать (τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Her.);
2) расточать (τὴν οὐσίαν Arst.);
3) уничтожать (τὰ περιέχοντα τὴν γῆν Arst.);
4) производить замену, заменять (τὸ στρωμάτων βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια κ. Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δαπανάω verspillen, geheel verbruiken:. ἔνθα δέ τι ἦν, ἡμεῖς διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν waar er iets was, hebben we het tijdens onze tocht verbruikt Xen. An. 2.2.11; κ. τὴν οὐσίαν zijn vermogen erdoorheen jagen Aristot. Pol. 1316b23.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to squander, lavish, Xen.:— Pass., [τὰ χρήματα] καταδεδαπάνητό σφι Hdt.
II. to consume entirely, of an army, Xen.