κισσήρης

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσήρης Medium diacritics: κισσήρης Low diacritics: κισσήρης Capitals: ΚΙΣΣΗΡΗΣ
Transliteration A: kissḗrēs Transliteration B: kissērēs Transliteration C: kissiris Beta Code: kissh/rhs

English (LSJ)

ες, (ἀραρίσκω) = foreg., A ὄχθαι S.Ant.1132(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.

Greek (Liddell-Scott)

κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.

Greek Monolingual

κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ-ήρης, ποδ-ήρης.

Greek Monotonic

κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κισσήρης: покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.

Middle Liddell

κισσ-ήρης, ες κισσός, *ἄρω]
ivy-clad, Soph.