μεταληπτικός

From LSJ
Revision as of 15:22, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταληπτικός Medium diacritics: μεταληπτικός Low diacritics: μεταληπτικός Capitals: ΜΕΤΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metalēptikós Transliteration B: metalēptikos Transliteration C: metaliptikos Beta Code: metalhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of partaking of, c. gen., Porph.Chr.39; ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31; τὸ μ. capability of receiving form, Platonic name for ὕλη, Arist.Ph.209b12, Placit.1.19.1. II reversed, 'translated', κίνησις Gal.UP7.14; τάσις, ἔντασις, Id.10.443, 18(2).506. III concerning or involving μετάληψις 11.4. Adv. -κῶς Trypho Trop.5, Heraclit.All.26, Sch.Ar.Pl.18. 2 involving μετάληψις 11.5, προβλήματα Syrian.in Hermog.2.153 R.; τρόποι Aps.p.249 H.

German (Pape)

[Seite 148] ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur μετάληψις gehörig, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μεταληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μεταλαμβάνειν· τὸ μεταληπτικόν, ἡ δύναμις τοῦ λαμβάνειν σχῆμά τι, Πλατωνικὸν ὄνομα τῆς ὕλης, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 3, Πλούτ. 2. 884Α. ΙΙ. ὁ ἐκ περιτροπῆς γινόμενος, κίνησις, τάσις, ἔντασις Γαλην. 3. 573., 10. 443., 18. 2, 506. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετάληψιν (ΙΙ. 4), Εὐστ. 26. 31· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut participer, qui participe à, gén..
Étymologie: μεταληπτός.

Greek Monolingual

μεταληπτικός, -ή, -όν (ΑM) μεταλαμβάνω
αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο μέτοχος δύο κατηγοριών («τὰ εἰς -ις θηλυκά ὀξύτονα εἰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάσσει τὸ θηλυκὸν μόνον γένος..., εί δὲ μεταληπτικὰ γίνονται καὶ ἀρσενικοῡ γένους», Ευστ.)
3. σχετικός με την αντίρρηση, με την ανταπάντηση
4. ο αναφερόμενος στη χρήση λέξεων με διαφορετική σημασία, αλληγορικός. Επιρρ. μεταληπτικῶς (Α)
με συμμετοχή, συμμετοχικώς.

Russian (Dvoretsky)

μεταληπτικός: (со)причастный: τῆς ὕλης μ. Plut. материальный.