μυάκανθος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
[ᾰκ], ὁ, A = κεντρομυρσίνη, Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61. II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. μῠᾰκάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.
German (Pape)
[Seite 213] ὁ, Mäusedorn, wilder Spargel, auch μυάκανθα, ἡ, u. μυάκανθον, τό, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυάκανθος: ὁ, φυτόν τι, ἄγριος ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· ὡσαύτως μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
asperge épineuse, plante.
Étymologie: μῦς, ἄκανθα.
Greek Monolingual
μυάκανθος, ὁ (Α)
το φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκ-άκανθος, μυρτ-άκανθος), επειδή τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].