παρορύσσω
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
Att. παρορύττω, A dig alongside or parallel, τάφρον Th.6.101. II dig one against another, D.L.6.27 :—Med., Arr.Epict.3.15.4, Epict.Ench.29.2.
German (Pape)
[Seite 527] att. -ττω, dabei graben, τάφρον, Thuc. 6, 101; bes. um die Wette graben, schaufeln, Sp., wie Epict. 3, 15, 4; καὶ λακτίζειν, D. L. 6, 27, eine Vorübung, die von denen 30 Tage lang getrieben werden mußte, die in den olympischen Spielen als Faustkämpfer auftreten wollten. Vgl. Interprett. zu Theocr. 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παρορύσσω: Ἀττικ. -ττω, ὀρύσσω πλησίον ἢ παραλλήλως, Θουκ. 6. 101. ΙΙ. ἁμιλλῶμαί τινι ἐν τῷ ὀρύττειν, Διογ. Λ. 6. 27· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4, πρβλ. Ἐγχειρ. 29, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ (σ. 128). Ἦτο δὲ τοῦτο προπαρασκευαστικὴ προγύμνασις ἐπὶ 40 συνεχεῖς ἡμέρας τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τὴν πυγμὴν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θεόκρ. 40. 10.
French (Bailly abrégé)
creuser auprès, acc..
Étymologie: παρά, ὀρύσσω.
Greek Monolingual
και παρορύττω Α ορύσσω
1. κατασκευάζω όρυγμα δίπλα ή παράλληλα σε άλλο
2. συναγωνίζομαι με κάποιον στην κατασκευή ορύγματος.
Greek Monotonic
παρορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. σκάβω κατά μήκος ή παραλλήλως, σε Θουκ.
II. αμιλλώμαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλο, όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί.
Russian (Dvoretsky)
παρορύσσω: атт. παρορύττω
1) выкапывать рядом (τάφρον Thuc.);
2) рыть землю (одно из подготовительных упражнений для участников кулачных состязаний на Олимпийских празднествах) Diog. L.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ορύσσω erlangs graven.
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
I. to dig alongside or parallel, Thuc.
II. to dig one against another, as was done by men in training for a preparatory exercise as the Olympic games.