περίφημος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (φήμη) A very famous, Archil. 63, Orph.A.24, Poll.5.158. II in bad sense, notorious, Paul.Al. N.3.
German (Pape)
[Seite 599] sehr bekannt, berühmt, Orph. Arg. 24.
Greek (Liddell-Scott)
περίφημος: -ον, (φήμη) ὡς καὶ νῦν, λίαν πεφημισμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 24, Πολυδ. Ε΄, 158.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίφημος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός του οποίου η φήμη έχει εξαπλωθεί παντού, περιώνυμος, ξακουστός, ονομαστός («περίφημος ποιητής»)
2. εξαίρετος, εξαιρετικός, θαυμαστός («περίφημο κρασί»)
3. ειρων. διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φημος (< φήμη)].