πλαγιασμός
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ὁ, A obliquity, of the sun's course, Epicur.Nat.11.5. 2 in Obstetrics, oblique presentation of the foetus, Sor.2.60. 3 metaph., deceit, Sch.Ar.Ra.987 (pl.). II Gramm., use of oblique cases, opp. ὀρθότης, Hermog. Id.1.3; inflection, Sch.rec.S.El.365.
German (Pape)
[Seite 623] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιασμός: ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., ἀπάτη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ χρῆσις τῶν πλαγίων πτώσεων.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ πλαγιάζω
(για την τροχιά του Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα
αρχ.
1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση του εμβρύου
2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων
β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων
3. μτφ. απάτη, δόλος.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰγιασμός: ὁ грам. употребление косвенных падежей.