προσφωνηματικός
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ή, όν, A usual in addressing, λόγος π. a public oration or address, D.H.Rh.5 tit., cf. Sch.E.Hec.299.
German (Pape)
[Seite 787] ή, όν, zurufend, bei einer Anrede schicklich, gewöhnlich, Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
προσφωνηματικός: -ή, -όν, οὗ γίνεται χρῆσις ἐν προσφωνήσει, λόγος πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ προσφώνημα, -ατος]
αυτός του οποίου γίνεται χρήση κατά την προσφώνηση.