προώνυμος
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον, A called by a name previously, Nonn.D.17.397.
German (Pape)
[Seite 801] mit Vornamen, Sp., wie Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
προώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων προωνύμιον, Νόνν. Δ. 17. 397, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 7.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].