σεμνολόγημα
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ατος, τό, = sq., A pride, S.E.P.3.201. II anything that one may be proud of, τὰ πάτρια σ. D.C.50.27, cf. Him.Ecl.16.1.
German (Pape)
[Seite 871] τό, würdevolle, feierliche, ernsthafte od. vornehme Rede, ein Gegenstand, mit dem man prahlen, worauf man stolz sein kann; Sp., wie S. Emp. pyrrh. 3, 201; D. Cass. 50, 27; s. B. A. 468.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνολόγημα: τό, = τῷ ἑπομ., ὑπερηφανία, σέμνωμα, «καμάρι», Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 201. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα περὶ οὗ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ καυχηθῇ, Δίων Κ. 50. 27.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α σεμνολογῶ
1. υπερηφάνεια, καμάρι
2. καθετί για το οποίο μπορεί κανείς να καυχηθεί.
Russian (Dvoretsky)
σεμνολόγημα: ατος τό предмет гордости, гордость Sext.