συγκλάω

From LSJ
Revision as of 10:03, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλάω Medium diacritics: συγκλάω Low diacritics: συγκλάω Capitals: ΣΥΓΚΛΑΩ
Transliteration A: synkláō Transliteration B: synklaō Transliteration C: sygklao Beta Code: sugkla/w

English (LSJ)

A break, break off, κλήματα Ar.Ec.1031, cf. Chaerem.14.13, Thphr.HP4.7.3; ὅπλον LXX Ps.45 (46).10; of a bad carver, mangle, τὰ μέρη Herm.in Phdr. p.189 A.; dub. sens. in Phld.Mus.p.23 K.:—Pass., of persons engaged in servile occupations, to be cramped or stunted, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Pl.R.495e; οἱ δοῦλοι . . κάμπτονται καὶ συγκλῶνται Id.Tht.173a; of lines, Arist. Pr.892a15.

German (Pape)

[Seite 968] att. statt συγκλαίω. (s. κλάω), zusammenbrechen; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, Plat. Theaet. 173 a; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι, Rep. IV, 495 e; – intrans., gewaltsam zusammentreffen, Ath. XIII, 608 c.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλάω: μέλλ. -κλάσω, συνθλῶ, συγκάμπτω, λυγίζω, «τσακίζω», κλήματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031, πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C ― Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων ἐνησχολημένων εἰς δουλικὰς ἐνασχολήσεις, συνθλῶμαι, κατατσακίζομαι, συγκάμπτομαι, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Πλάτ. Πολ. 495E· οἱ δοῦλοι... κάμπτονται καὶ συγκλῶνται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173A· πρβλ. ἐκκλάω. ΙΙ. ἀμεταβ., συγκρούομαι, Ἀθήν. 608C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 briser ensemble ou en même temps ; Pass. fig. être brisé (par la fatigue, etc.);
2 heurter en même temps.
Étymologie: σύν, κλάω.

Greek Monotonic

συγκλάω: μέλ. -κλάσω, λυγίζω, τσακίζω, σπάω, συνθλίβω — Παθ., έχω συνθλιβεί, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κλάω (helemaal) breken.

Russian (Dvoretsky)

συγκλάω:
I атт. Luc. = συγκλαίω.
II разбивать, ломать (κλήματα Arph.): κάμπτεσθαι καὶ συγκλᾶσθαι Plat. гнуться и ломаться; ἡ συγκλωμένη (sc. γραμμή) Arst. ломаная линия; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι Plat. душевно надломленные.

Middle Liddell

fut. -κλάσω
to break off:—Pass. to be cramped, Plat.