συκολόγος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον, A gathering figs: picking up slander (cf. συκόβιος), Sch.Ar.Pl.874, EM733.57.
German (Pape)
[Seite 973] Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκολόγος: -ον, ὁ σῦκα συλλέγων· ὁ ἐξευρίσκων συκοφαντίας, συκοφάντης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκόβιος· ― ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται προσυπονοοῦσι τὸ συκοφάντης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cueille des figues.
Étymologie: σῦκον, λέγω².
Greek Monolingual
ο / συκολόγος, -ον, ΝΑ, και συκολός και συκολόος Ν
αυτός που συλλέγει, που μαζεύει σύκα από τις συκιές
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ονομασία του μήνα Αυγούστου, επειδή κατά τον μήνα αυτό ωριμάζουν τα σύκα
2. το πτηνό συκοφάγος
αρχ.
αυτός που επινοεί συκοφαντίες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -λόγος].
Greek Monotonic
σῡκολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει σύκα.