συνδαίτωρ

From LSJ
Revision as of 10:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδαίτωρ Medium diacritics: συνδαίτωρ Low diacritics: συνδαίτωρ Capitals: ΣΥΝΔΑΙΤΩΡ
Transliteration A: syndaítōr Transliteration B: syndaitōr Transliteration C: syndaitor Beta Code: sundai/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A companion at table, οὐδέ τις ξ. A.Eu. 351 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1006] ορος, ὁ, Mitesser, Tischgenosse, Aesch. Eum. 331.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, σύνδειπος, οὐδέ τις ἐστὶ συνδαίτωρ μετάκοινος Αἰσχύλ. Εὐμενίδ. 351.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)].

Greek Monotonic

συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, ομοτράπεζος, αυτός που συντροφεύει κάποιον στο δείπνο, που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνδαίτωρ: ορος ὁ участник пиршества, сотрапезник Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδαίτωρ -ορος, ὁ [σύν, δαίς] tafelgenoot.

Middle Liddell

συν-δαίτωρ, ορος, ὁ,
a companion at table, Aesch.