σύνοπλος

From LSJ
Revision as of 12:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνοπλος Medium diacritics: σύνοπλος Low diacritics: σύνοπλος Capitals: ΣΥΝΟΠΛΟΣ
Transliteration A: sýnoplos Transliteration B: synoplos Transliteration C: synoplos Beta Code: su/noplos

English (LSJ)

ον, A under arms together, allied, δόρατα E.HF127 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] mit unter den Waffen, Waffengefährte; ξύνοπλα δόρατα Eur. Herc. F. 128.

Greek (Liddell-Scott)

σύνοπλος: -ον, ὁ συμπολεμῶν τινι, σύμμαχος, σύνοπλα δόρατα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 128.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’unit à d’autres armes en parl. d’une arme;
2 allié en parl. de qqn.
Étymologie: σύν, ὅπλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν-οπλος].

Greek Monotonic

σύνοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που πολεμάει από κοινού με κάποιον, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σύμμαχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύνοπλος: воюющий вместе, союзный (δόρατα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνοπλος -ον [σύν, ὅπλον] voor hetzelfde doel bewapend, bondgenoten-:. δόρατα ξύνοπλα meevechtende speren Eur. HF 128.

Middle Liddell

σύν-οπλος, ον, ὅπλον
under arms together, allied, Eur.