τένθης

From LSJ
Revision as of 12:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τένθης Medium diacritics: τένθης Low diacritics: τένθης Capitals: ΤΕΝΘΗΣ
Transliteration A: ténthēs Transliteration B: tenthēs Transliteration C: tenthis Beta Code: te/nqhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A gourmand, Cratin.320 (lyr.), Ar.Pax1009,1120, Cephisodorusap. Eus.PE15.2, Ath.1.6c, 3.112b; cf. προτένθης. (Expld. as λωποδύται, μοιχοί, Hsch., but as οἱ λίχνοι, Id. s.v. τένδω; τ. δὲ ὁ λίχνος καὶ τὸ ἀπὸ παντὸς ἥδιστον θηρώμενος μεταφέρων αὐτὸ ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλα Anon. in EN182.10.)

German (Pape)

[Seite 1091] ὁ, ein Leckermaul, Näscher; Cratin. bei Ath. VII, 305 d; Ar. Pax 974. 1086; Sp.; Tim. lex. Pl. erklärt γαστρίμαργος, Hesych. λίχνος. Vgl. auch προτένθης.

Greek (Liddell-Scott)

τένθης: -ου, ὁ (τένθω) λαίμαργος, λίχνος, «λιχούδης», Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 14, Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1009, 1120, πρβλ. προτένθης.- Καθ’ Ἡσύχ.: «τένθαι· λωποδύται. μοιχοί».

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
gourmand.
Étymologie: DELG τέμνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. λαίμαργος («ἄλλοις τένθαις πολλοῑς», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λωποδύται, μοιχοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. τένδω, αν δεχθεί κανείς τη σημ. «εσθίω, λιχνεύω» (βλ. λ. τένδω)].

Greek Monotonic

τένθης: -ου, ὁ (τένθω), αυτός που τρέφεται με εκλεκτές τροφές, λιχούδης, λαίμαργος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τένθης, ου, ὁ, τένθω
a dainty feeder, gourmand, Ar.

Frisk Etymology German

τένθης: {ténthēs}
Grammar: m.
Meaning: Näscher, Leckermaul (Kom. u.a.)
Composita : mit τενθεύω Näscher sein (Poll.), -εία f. Näscherei (Ar., Alkiphr.); als Hinterglied in λιχνοτένθης lüsterner Näscher (Poll.). Primäres Verb τένθει (als v.l. Hes. Op. 524 bei Sch. Ar. Pax 1009, Suid. s. τένθαις).
Derivative: Daneben προτένθαι m. pl. ‘Teilnehmer der Δορπία-Feier’ (am ersten Tage der Apaturien), auch Vorkäufer (Kom. u.a.), sg. Adj. gefräßig (Ael.), mit -εύω vorwegkosten, im voraus aufkaufen, vorausnehmen (Ar.), -εύομαι ib. (Eust.). Zu den Formen noch Georgacas Ἀφιέρ. Τριανταφυλλίδη 522.
Etymology : Hierher noch mit ο -Abtönung nach Bechtel Dial. 1, 310 τόνθων· παρὰ Κορίννῃ, ἐπὶ νωτιαίου (cod. νοτιβίου) κρέως τὸ ὄνομα H.; zu *τόνθος wie γρόνθων : γρόνθος. Kann von τένδω schwerlich getrennt werden. Somit alte Variation δ ~ θ und weiterhin zu τέμνω (seit Curtius) ?
Page 2,876-877