τροπός

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπός Medium diacritics: τροπός Low diacritics: τροπός Capitals: ΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: tropós Transliteration B: tropos Transliteration C: tropos Beta Code: tropo/s

English (LSJ)

ὁ, A twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courroie pour attacher la rame au bord du navire.
Étymologie: τρέπω.

English (Autenrieth)

pl., thongs or straps, by means of which oars were loosely attached to the thole-pins (κληῖδες), Od. 4.782 and Od. 8.53. (See cut No. 32, d. Α later different arrangement is seen in the following cut, and in No. 38.)

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο τροπωτήρας
αρχ.
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός).

Greek Monotonic

τροπός: ὁ (τρέπω), ιμάντας από στριμμένο δέρμα, με το οποίο προσέδεναν το κουπί στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπός -οῦ, ὁ [τρέπω] strop (aan roeiriem).

Russian (Dvoretsky)

τροπός: ὁ Hom. = τροπωτήρ.

Middle Liddell

τροπός, οῦ, ὁ, τρέπω
a twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, Od.