χαροπότης

From LSJ
Revision as of 15:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροπότης Medium diacritics: χαροπότης Low diacritics: χαροπότης Capitals: ΧΑΡΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: charopótēs Transliteration B: charopotēs Transliteration C: charopotis Beta Code: xaropo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A brightness of eye, Stoic.3.33, Archyt. ap. Simp. in Cat.93.2, EM807.30. 2 light-blue colour, of the eyes of the Germans, Plu.Mar.11; also αἰθέριος χ., of sky-blue, Id.2.352d. 3 brightness, Simp. in Cat.298.15.

German (Pape)

[Seite 1340] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης ὀφθαλμῶν· χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ λέξις εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· καθόλου, λαμπρότης, Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
couleur d’un bleu clair.
Étymologie: χαροπός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. χαρωπότητα.

Greek Monotonic

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, φωτεινότητα των ματιών, φωτεινό μπλε χρώμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰροπότης: ητος ἡ голубизна (αἰθέριος, ὀμμάτων Plut.).

Middle Liddell

χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]
brightness of eye: a light-blue colour, Plut.