ἀερσίπους

From LSJ
Revision as of 16:44, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀερσίπους Medium diacritics: ἀερσίπους Low diacritics: αερσίπους Capitals: ΑΕΡΣΙΠΟΥΣ
Transliteration A: aersípous Transliteration B: aersipous Transliteration C: aersipous Beta Code: a)ersi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, A high-stepping, ἵπποι ἀερσίποδες Il.18.532; contr.ἀρσί ποδες h.Ven.211, AP7.717.

German (Pape)

[Seite 43] οδος, die Füße hebend, trabend, Hom. dreimal, ἵπποι ἀερσίποδες Iliad. 3, 327. 23, 475, ἐφ' ἵππων βάντες ἀερσιπόδων 18, 532; – h. Ven. 212.

Greek (Liddell-Scott)

ἀερσίπους: ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν πόδα, ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
qui lève le pied, rapide.
Étymologie: ἀείρω, πούς.

Spanish (DGE)

-ποδος

• Alolema(s): ἀρσί- h.Ven.211, AP 7.717

• Prosodia: [-ῐ-]
que levanta el pie muy alto, velozde caballos Il.18.532, 23.475, h.Ven.l.c., de una liebre AP l.c.

Greek Monotonic

ἀερσίπους: ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το πόδι ψηλά, που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά ἦ ἵπποι ἀερσίποδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀερσίπους: стяж. ἀρσίπους 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).

Middle Liddell


lifting the feet, brisk-trotting, ἵπποι Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀερσίπους -ουν, gen. -ποδος, contr. ἀρσίπους αἴρω, πούς die de poten (hoog) optilt.