ἀκρότομος

From LSJ
Revision as of 17:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρότομος Medium diacritics: ἀκρότομος Low diacritics: ακρότομος Capitals: ΑΚΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: akrótomos Transliteration B: akrotomos Transliteration C: akrotomos Beta Code: a)kro/tomos

English (LSJ)

ον, (τέμνω) A cut off sharp, abrupt, of precipice, Plb.9.27.4, Ph.1.82; ἡ ἀ. (sc. πέτρα) LXX Ps. 113 (114).8, cf.Jb.28.9, De.8.15: of a stone, sharp, Thd.Ex.4.25; smooth, J.AJ8.3.2; of ends sawn off, τὰ τῶν σφηνῶν -τομα Ph.Bel. 67.23.

German (Pape)

[Seite 85] oben-, scharf abgeschnitten, λίθοι, behauen, Ios.; πέτρα, schroff, Pol. 9, 27, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρότομος: -ον, (τέμνω) = ὁ ὀξέως ἀποτετμημένος, προσάντης, ἀπότομος, ἐπὶ κρημνοῦ, Πολύβ. 9. 27, 4, Φίλων 1. 82· ἡ ἀκρ., (ἐνν. πέτρα), Ἑβδ. (Ψαλμ. ριγ΄, 8· πρβλ. Ἰὼβ κη΄, 9, Δευτερ. 8. 15): ἐπὶ λίθου, ὀξύς, Θεόδοτ. Ἔξοδ. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 coupé ou taillé à son extrémité;
2 abrupt escarpé (roc, précipice, etc.) ; poli, lisse, uni en parl. de rocs, marbres, etc. fendus à pic ; très dur.
Étymologie: ἄκρος, τέμνω.

English (Slater)

ἀκρότομος ?
   1 abrupt ἀκρο]τόμοι[ς πέ] τραισι[ (supp. Snell: ]ιομοι Lobel.) fr. 215b. 10.

Spanish (DGE)

-ον
1 abrupto, empinado, escarpado πέτρα Pi.Fr.215b.10 (dud.), Plb.9.27.4, LXX Sap.11.4, ὄρος LXX Ib.40.20.
2 afilado πέτρα Thd.Ex.4.25
subst. τὰ ἀ. puntas de una cuña, Ph.Bel.67.23.
3 pulimentado πέτρα LXX 3Re.6.7, λίθος I.AI 8.69
fig. de la sabiduría divina dura, inexorable ἀκρότομος πέτρα ἡ σοφία τοῦ θεοῦ Ph.1.82.

Greek Monolingual

ἀκρότομος, -ον (AM)
αυτός που είναι απότομα κομμένος στο άκρο του, απότομος, απόκρημνος, κοφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -τομος < τέμνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτομία].

Greek Monotonic

ἀκρότομος: -ον (τέμνω), αυτός που έχει κοπεί, αποσπαστεί διαπεραστικά, απότομος, κρημνώδης, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρότομος: круто срезанный, обрывистый (πέτρα Polyb.).

Middle Liddell

τέμνω
cut off sharp, abrupt, Polyb.