ἀλλογενής
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
English (LSJ)
ές, A of another race, OGI598, LXX Ge.17.27, al., Ev.Luc. 17.18, Agath.4.5, Ps.-Callisth.3.26.
German (Pape)
[Seite 103] ές, von anderem Volke, LXX, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλογενής: -ές, ἐξ ἄλλου γένους ἢ φυλῆς, ξένος, Ἑβδ., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζϳ, 18.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une autre race, étranger ; pas Juif NT.
Étymologie: ἄλλος, γένος.
English (Strong)
from ἄλλος and γένος; foreign, i.e. not a Jew: stranger.
English (Thayer)
(ες (ἄλλος and γένος), sprung from another race, a foreigner, alien: Sept. (Exodus 12:43, etc.), but nowhere in secular writings.)
Greek Monolingual
-ές (Α ἀλλογενής)
αυτός που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ο ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γενὴς < γένος].
Greek Monotonic
ἀλλογενής: -ές (γένος), καταγόμενος από άλλη φυλή, ξένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀλλογενής: иноплеменный NT.
Middle Liddell
γένος
of another race, a stranger, NTest.
Chinese
原文音譯:¢llogen»j 阿羅給尼士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:變更-成為(者)
字義溯源:外來的,陌生的,外國的,外族人;由(ἄλλος)*=別的)與(γένος)=親戚)組成;而 (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)。猶太人指猶太人以外的都是外來人,外族人,外國人;他們看撒瑪利亞人就是外族人
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 外族人(1) 路17:18