ἀνάλυσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀναλύω) A loosing, releasing, κακῶν from evils, S.El.142 (lyr.); ὅρκων Timae.23. 2 dissolving, Arist. Mu.394b17, Plu.2.915c (pl.); σώματος, of death, Secund.Sent.19. 3 resolution of a problem by the analysis of its conditions, opp. σύνθεσις, Arist.EN1112b23; esp. in Math., Phld.Acad.Ind.17, Papp.634.11, Procl.in Euc.p.43 F. 4 in the Logic of Arist., reduction of the imperfect figures into the perfect one, APr.51a18, al., Chrysipp.Stoic.2.7. 5 solution of a problem, etc., Plu.Rom.12. II (from Pass.) retrogression, Id.2.76d; retirement, departure, J.AJ19.4.1; death (cf. ἀναλύω III), 2 Ep.Ti.4.6.
German (Pape)
[Seite 197] ἡ, das Auflösen, die Aufhebung, κακῶν, Befreiung von Uebeln, Soph. El. 140; Lösung einer Schwierigkeit, Plut. Rom. 12, Beantwortung einer Frage. Bei den Philosophen u. Mathematikern, im Ggstz der σύνθεσις, Auflösung in die einfachen Begriffe, Arist. Anal. pr. 1, 45 Eth. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλῠσις: -εως, ἡ, (ἀναλύω), ἀπαλλαγή, ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν Σοφ. Ἠλ. 142. 2) διάλυσις, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 11, Πλούτ., κτλ.: - ἡ διάλυσις τοῦ ὅλου εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀντιτίθεται δὲ ταῖς σημαινούσαις τὸ ἐναντίον λέξεσι γένεσις, σύνθεσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἀναγωγὴ τῶν ἀτελῶν σχημάτων εἰς τὸ ἁπλοῦν ἢ τέλειον, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 45, 9. 4) ἡ λύσις προβλήματός τινος, κτλ., Πλουτ. Ρωμύλ. 12. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀναπόδισις, ὀπισθοδρόμησις, Πλούτ. 2. 76Ε: ἡ ἀποχώρησις, ἀναχώρησις, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 19. 4, 1· ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου· (πρβλ. ἀναλύω ΙΙΙ.), Ἐπιστολ. πρὸς Τιμ. Β΄, δ΄, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 affranchissement, libération, délivrance ; fin;
2 dissolution;
3 solution d’un problème.
Étymologie: ἀναλύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I liberación κακῶν S.El.142, ὅρκων Timae.82, quizá del alma que se libera de la mortalidad POxy.3010.29 (II a.C.).
II 1disolución τοῦ πάχους (τοῦ νέφους) Arist.Mu.394b17, de un compuesto en sus elementos simples, S.E.M.8.229
•descomposición de las redes de pescar, Plu.2.915c, σώματος Secund.Sent.20, εἰς σπέρμα ἡ ἀνάλυσις (τοῦ κόσμου) Ph.2.506.
2 análisis de una entidad descomponiéndola hasta los primeros principios, op. σύνθεσις: τὸ ἔσχατον ἐν τῇ ἀναλύσει πρῶτον εἶναι ἐν τῇ γενέσει Arist.EN 1112b23, cf. Cels.Phil.7.42, τῶν στοιχείων ὄντων στερεῶν μέχρι ἐπιπέδων ποιεῖται τήν ἀνάλυσιν aunque los elementos sean cuerpos sólidos, lleva su análisis hasta reducirlos a superficies Arist.GC 329a23.
3 análisis del método científico en gener., op. ἀπόδειξις: πρὸς τὰς ἀναλύσεις δὲ τῶν διορισμῶν Apollon.Perg.Con.4.proem., cf. Phld.Acad.Ind.p.17, Archim.Sph.Cyl.2.6, Hero Metr.1.11 (p.32.15), Papp.634.11, Procl.in Euc.43.2, Clem.Al.Strom.8.3.8
•solución αἱ τῶν γεωμετρικῶν ... προβλημάτων ἀναλύσεις Plu.Rom.12
•lóg. resolución, reducción de silogismos en sus diferentes figuras ἐὰν δ' ἐν μέρει ληφθῇ τὸ στερητικόν, οὐκ ἔσται ἀνάλυσις Arist.APr.51a18, cf. Chrysipp.Stoic.2.7.
4 gram. resolución, reducción de una palabra derivada a su forma original, p. ej. Κρονίδης a Κρόνου υἱός A.D.Synt.192.24, cf. 230.23, 231.2.
III 1marcha, partida ἐκ συμποσίου Ph.2.534, cf. I.AI 19.239
•fig. muerte ἐκ τοῦ βίου Ph.2.544, ὁ καιρὸς τῆς ἀναλύσεως 2Ep.Ti.4.6, cf. 1Ep.Clem.44.5.
2 retroceso del progreso del conocimiento a veces en los filósofos, Plu.2.76d
•regreso, vuelta de la muerte a la vida, Gr.Nyss.Or.Catech.23.
English (Strong)
English (Thayer)
ἀναλύσεώς, ἡ (ἀναλύω, which see);
1. an unloosing (as of things woven), a dissolving (into separate parts).
2. departure (a metaphor drawn from loosing from moorings preparatory to setting sail, cf. Homer, Odyssey 15,548; (or, according to others, from breaking up an encampment; cf. Lightfoot on Philo in Flacc. § 21 (p. 544, Mang. edition) ἡ ἐκ τοῦ βίου τελευταῖα ἀνάλυσις; (Clement of Rome, 1 Corinthians 44,5 [ET] ἔγκαρπον καί τελείαν ἔσχον τήν ἀναλυσιν; Eusebius, h. e. 3,32, 1 μαρτυρίῳ τόν βίον ἀναλῦσαι, cf. 3,34). Cf. ἀνάλυσις ἀπό συνουσιας, Josephus, Antiquities 19,4, 1).
Greek Monotonic
ἀνάλῠσις: -εως, ἡ (ἀναλύω),
I. διάλυση, απαλλαγή, απελευθέρωση, κακῶν, από τα δεινά, σε Σοφ.
II. (από Παθ.), αποχώρηση, αναχώρηση, θάνατος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνάλῠσις: εως ἡ
1) освобождение, избавление (κακῶν Soph.);
2) разложение, расчленение, анализ: τὸ ἔσχατον ἐν τῇ ἀναλύσει Arst. предел анализа;
3) (раз)решение (τοῦ συλλογισμοῦ Arst.; τῶν γεωμετρικῶν προβλημάτων Plut.);
4) попятное движение, отступление (ἐν ὁδῷ τῆς προκοπῆς Plut.);
5) уход из жизни, кончина (ὁ καιρὸς τῆς ἀναλύσεώς μου ἐφέστηκεν NT).
Middle Liddell
ἀναλύω
I. a loosing, releasing, κακῶν from evils, Soph.
II. (from Pass.) retirement, departure, death, NTest.
Chinese
原文音譯:¢n£lusij 安那-呂西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-釋放(著)
字義溯源:離去,故去,釋放,離世;源自(ἀναλύω)=離散);由(ἀνά)*=上,回復)與(λύω)*=解開)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 離世(1) 提後4:6