ἀναξαίνω

From LSJ
Revision as of 18:44, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξαίνω Medium diacritics: ἀναξαίνω Low diacritics: αναξαίνω Capitals: ΑΝΑΞΑΙΝΩ
Transliteration A: anaxaínō Transliteration B: anaxainō Transliteration C: anaksaino Beta Code: a)nacai/nw

English (LSJ)

A tear open, ἀ. λύπην Babr.12.24, Antyll. ap. Orib.44.23.4, Them.Or.7.98c; τὰ-οντα φάρμακα Phld.Ir.p.60 W.(dub.):—Pass., of evils, break out afresh, Plb.27.7.6; εἰς κάκωσιν ἀ. Plu.2.610d, cf. Dem. 17: but ἀναξανθεῖσαι τοὺς στομάχους, of those whose appetite is stimulated afresh, Alciphr.Fr.6.18.

German (Pape)

[Seite 200] wieder aufkratzen, wieder erneuern, refricare, z. B. Schmerz, Sp.; im pass., von Wunden, wieder aufbrechen; auch διαφορά, Pol. 27, 6; vgl. Plut. Dem. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξαίνω: ξαίνω ἐκ νέου, ἀναξαίνω, ἀφαιρῶ τὴν ἐπιδερμίδα ἕλκους ἐπουλωθέντος, μεταφ., ἐπαναφέρω εἰς τὴν μνήμην, ὡς τὸ Λατ. vulnus refricare, «λύπην παλαιῶν συμφορῶν ἀναξαίνει» Βαβρ. 12. 23, Θεμίστ.: - καὶ ἐν τῷ παθ., ἀναξαινομένης τῆς διαφορᾶς Πολύβ. 27. 6, 6· εἰς κάκωσιν ἀναξαινόμενον Πλούτ. 2. 610C. - «ἀναξαίνην, ἀνακινεῖν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

rouvrir une plaie en la frottant ou en la grattant.
Étymologie: ἀνά, ξαίνω.

Spanish (DGE)

I v. act. cardar de nuevo τὸ ἔριον Gp.18.16.1
desgarrar de nuevo, abrir de nuevo τραῦμα Them.Or.7.98b
fig. renovar, traer al recuerdo λύπην παλαιῶν συμφορών Babr.12.24.
II v. med.
1 abrirse, surgir de nuevo διαφορά Plb.27.7.6, κάκωσις Plu.2.610d, cf. Dem.17.
2 estimular en v. pas. ἀναξανθεῖσαι τοὺς στομάχους Alciphr.4.13.18.

Greek Monolingual

ἀναξαίνω) ξαίνω
νεοελλ.
1. ξαίνω μάλλινο ύφασμα για να αποκτήσει χνούδι
2. ξαίνω το μετάξι με το λανάρι και σχηματίζω τουλούπα
αρχ.
1. (για τραύμα) ανοίγω πάλι, ξαναξύνω, αποξύνω
2. αναζωπυρώνω, ανακινώ, ανανεώνω.

Greek Monotonic

ἀναξαίνω: μέλ. -ξᾰνῶ, ανοίγω, ξύνω πληγή, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναξαίνω:
1) (вновь) растравлять, бередить (λύπην Babr.);
2) возобновлять (ἀναξαινομένη διαφορά Polyb., Plut.).

Middle Liddell

to tear open, a wound, Babr.