ἀπαράδεκτος

From LSJ
Revision as of 20:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράδεκτος Medium diacritics: ἀπαράδεκτος Low diacritics: απαράδεκτος Capitals: ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: aparádektos Transliteration B: aparadektos Transliteration C: aparadektos Beta Code: a)para/dektos

English (LSJ)

ον, A inadmissible, Phld.Sign.17 (-δεικτον Pap.), A.D.Synt.59.18,al.; unacceptable, Olymp.Hist.p.465 D. II Act., not receiving or admitting, c. gen., μαθημάτων Memn.2.2; [τῶν ἀγαθῶν] Phld.D.3Fr.42 (dub. rest.); τέχνης Ph.1.311; διαβολῆς Stoic.3.153; esp. in Gramm., τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18,al.

German (Pape)

[Seite 279] 1) nicht auf-, anzunehmen, Sp. – 2) nicht annehmend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράδεκτος: -ον, ὁ μὴ δεκτός, Ἐκκλ. καὶ Γραμμ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παραδεχόμενος, ὁ μὴ ἐπιδεκτικός, μετὰ γεν., μαθημάτων Μέμνων σ. 4. ἔκδ. Ὀρέλλη· μεταβολῆς Ὠριγ. κατὰ Κέλσ. σ. 151. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inadmisible, inaceptable ἀπαράδεκτον [οὐ] χὶ τό τινας ὑπερεκπείπτο[ντ] ας εἶναι μακροβιοτείᾳ no es inadmisible el que haya algunos que sobrepasan en longevidad Phld.Sign.17.23, cf. A.D.Synt.59.18, Olymp.Hist.p.465.
2 que no admite, incapaz de admitir c. gen. μαθημάτων que no está en favor de los estudios Memn.2.2, τῶν ἀγαθῶν Phld.D.3.fr.42, τέχνης Ph.1.311, διαβολῆς Chrysipp.Stoic.3.153
gram. que no admite τῶν ἄρθρων A.D.Synt.16.18.
II adv. -ως desfavorablemente ἀ. ἔχειν estar desfavorablemente dispuesto Isid.Pel.Ep.M.78.273C.

Greek Monolingual

κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀπαράδεκτος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεται
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες
2. μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, επειδή δεν τηρήθηκε κάποιος δικονομικός κανόνας, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης
αρχ.
ο ανεπίδεκτος.