ἐδαφικός
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
English (LSJ)
ή, όν, A pertaining to land, ἔργα PLond.2.163.19 (i A.D.); ἐλάσσωμα BGU20.8 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo a la tierra, al terreno de cultivo ἐπιτελούντων τὰ κα[θήκον] τα ἀμπελικὰ καὶ ἐδαφικὰ ἔργα πάντ[α PLond.2.163.19 (I d.C.), τὰ ἔργα πάν] τα ἐδαφικὰ καὶ δενδρικά PHamb.269.9 (III d.C.), ἐδαφικὸν ἐλάσσωμα rebaja fiscal relativa al terreno, BGU 20.8, PBouriant 42.32 (ambos II d.C.).
2 que está al nivel del suelo (φοινίκων) οἱ δὲ πυθ(μένες) ἐδαφικοί los tocones de las palmeras están al nivel del suelo al haber sido cortadas de raíz PBerl.Leihg.38.39 (II d.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐδαφικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη, στο έδαφος (α. «εδαφικό ζήτημα» ή «εδαφικές διεκδικήσεις» — διαφωνία ή διεκδικήσεις που έχουν σχέση με την κυριότητα εκτάσεων ή περιοχών
β. «εδαφική μορφολογία» — η μορφολογία του εδάφους, η μελέτη και περιγραφή ή αποτύπωση τών τρισδιάστατων σχηματισμών του εδάφους)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στους αγρούς.