ἐκκαρπίζομαι

From LSJ
Revision as of 01:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαρπίζομαι Medium diacritics: ἐκκαρπίζομαι Low diacritics: εκκαρπίζομαι Capitals: ΕΚΚΑΡΠΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekkarpízomai Transliteration B: ekkarpizomai Transliteration C: ekkarpizomai Beta Code: e)kkarpi/zomai

English (LSJ)

Med., A yield as produce, A.Th.601. II reap, enjoy, τὰ ἐκ τῆς γῆς γενήματα PTeb.105.30 (ii B.C.). III of land, exhaust, Thphr.CP4.8.3.

German (Pape)

[Seite 762] entfruchten, ἔδαφος, aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, ἄρουρα ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαρπίζομαι: μέσ., παράγω καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. νόθος στίχος, ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι ἄγονος, τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
porter des fruits, produire.
Étymologie: ἐκ, καρπίζομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. act. Sch.Luc.Musc.Enc.8]
recolectar, cosechar ἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεται metáf. un campo (sembrado) de culpa recolecta la muerte A.Th.601, τὰ ἐκ τῆς [γῆς γεν] ήματα PTeb.105.30, cf. BGU 2390.26 (ambos II a.C.)
en v. act. καρπούς Sch.Luc.l.c.

Greek Monolingual

ἐκκαρπίζομαι (Α)
1. παράγω καρπό
2. καρπώνομαι, απολαμβάνω
3. (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, γίνομαι άγονη.

Greek Monotonic

ἐκκαρπίζομαι: Μέσ., αποδίδω ως παραγωγή, ως σοδειά, παράγω καρπό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκαρπίζομαι: досл. приносить плод, перен. производить, причинять (θάνατον Aesch.).

Middle Liddell


Mid. to yield as produce, Aesch.