ἐκπρορέω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.
Spanish (DGE)
fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).
Greek Monolingual
ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.
Greek Monotonic
ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρορέω: поэт. = *ἐκπρορρέω.