ἐπεισπαίω

From LSJ
Revision as of 09:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπαίω Medium diacritics: ἐπεισπαίω Low diacritics: επεισπαίω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΑΙΩ
Transliteration A: epeispaíō Transliteration B: epeispaiō Transliteration C: epeispaio Beta Code: e)peispai/w

English (LSJ)

A burst in, ἐς τὴν οἰκίαν Ar.Pl.805; εἰς τὰ συμπόσια Com.Adesp.439: abs., Luc.DMeretr.15.1.

German (Pape)

[Seite 912] (s. παίω), noch dazu, hinterher hineischlagen, -stürzen, Archil. frg. 119; vgl. Ath. I, 7 f u. Suid.; ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν Ar. Plut. 804; Luc. D. Meretr. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπαίω: εἰσορμῶ αἰφνιδίως, εἰσπηδῶ, εἰσέρχομαι, ἡμῖν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν οὐδὲν ἠδικηκόσι Ἀριστοφ. Πλ. 805· Μυκονίων δίκην ἐπεισπέπαικεν εἰς τὰ συμπόσια Κωμικ. Ἀνώνυμ. 366· - ἀπολ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 1.

French (Bailly abrégé)

tomber sur, fondre sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπαίω.

Greek Monolingual

ἐπεισπαίω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά («ἡμῑν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν», Αριστοφ.)
2. προσκρούω, πέφτω επάνω («τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισπαίω «προσκρούω»].

Greek Monotonic

ἐπεισπαίω: μέλ. -σω, εισβάλλω, εἰς τὴν οἰκίαν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπαίω: врываться, вторгаться (εἰς τὴν οἰκίαν Arph.) ἐπεισπαίσας Luc. ворвавшись.

Middle Liddell

fut. σω
to burst in, εἰς τὴν οἰκίαν Ar.