ἐπιτριβή

From LSJ
Revision as of 09:53, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρῐβή Medium diacritics: ἐπιτριβή Low diacritics: επιτριβή Capitals: ΕΠΙΤΡΙΒΗ
Transliteration A: epitribḗ Transliteration B: epitribē Transliteration C: epitrivi Beta Code: e)pitribh/

English (LSJ)

ἡ, A irritation, provocation, Baillet Inscr. des tombeaux des rois 1405 (dub. sens.). II destruction, damnation, Sch.rec.S.Aj. 103.

German (Pape)

[Seite 996] ἡ, das Zerreiben, Schol. Soph. Ai. 103; – Anfechtung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρῐβή: ἡ, συντριβή, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 103· καταστροφή, βλάβη, Ὠριγ. Ι. 1140, ΙΙΙ. 1173Β, Εὐσέβ. ΙΙΙ. 225C, Ἀθαν. Ι. 768D.

Greek Monolingual

ἐπιτριβή, ἡ (Α) επιτρίβω
1. πρόκληση, ερεθισμός
2. συντριβή, καταστροφή, καταδίκη
3. ζημιά, βλάβη, εμπόδιο («ἐπὶ τῇ τούτων ἐπιτριβῇ καὶ φυσιώσει», Ευσ.)
4. εναντίωση, επιμονή.